- χαρτοβασίλειο
- τοτο γραφειοκρατικό κράτος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χαρτοβασίλειο — το, Ν 1. γραφειοκρατία 2. κράτος με γραφειοκρατική διοίκηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτί + βασίλειο. Η λ., στον λόγιο τ. χαρτοβασίλειον, μαρτυρείται από το 1885 στον Γ. Π. Κρέμο] … Dictionary of Greek